-
1 περιοχή
A a containing, enclosing, Plu.2.1078b, Herm. ap. Stob.1.49.69.2 compass, circumference,σφαίρας Placit.3
Prooem., cf. J.BJ5.4.3, Cleom.1.11, 2.3, Diog.Oen.24; opp. μῆκος, BGU492.10 (ii A.D.); ἡ ἐκτὸς π., of the body, Arist.Col. 797b22, cf. Pr. 870a10, D.S.1.91 ; κατὰ τὰς τῶν ἐθνῶν π. according to their extent, Id.17.58 ; mass, body, Plu.Lys.12 ;π. τις οὐρανοῦ Epicur.Ep.2p.37U.
; ἀκατάληπτος π., of the world, Secund.Sent.1.3 generally, compass, extent,ἡ π. τῆς ὅλης περιβολῆς καὶ πράξεως Plb.11.19.2
; aggregate, Dam.Pr.88,95 bis.c summary, Herm. ap. Stob.1.41.1 ; σύντομος π. Procl.in Ti.1.73; periochae, title of summaries of books of Livy.IV straitness, = θλῖψις, συνοχή, Phot.; esp. siege, LXX Je.19.9 ; ἦλθεν πόλις ἐν περιοχῇ ib.4 Ki.24.10; ὕδωρ περιοχῆς ib.Na.3.14.V= περιπέτεια, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιοχή
См. также в других словарях:
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
υδρία — Πήλινο αγγείο με πλατύγυρο λαιμό και βάση και με τρεις λαβές. Πρωτοεμφανίζεται στους προϊστορικούς χρόνους, εξελίσσεται στους γεωμετρικούς (κυρίως στην Αττική και Βοιωτία) και τελειοποιείται τον 6o αιώνα π.Χ., την εποχή των Πεισιστρατιδών.… … Dictionary of Greek
Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών … Dictionary of Greek